- παλατίνος
- I
Ένας από τους 7 λόφους της αρχαίας Ρώμης, όπου βρίσκεται και το αρχαιότερο τμήμα της πόλης (Roma quadrata), τα όρια της οποίας χάραξε ο Ρωμύλος. Mέχρι την εποχή της Δημοκρατίας ο λόφος περιελάμβανε ιδιωτικές οικίες (Κικέρων, Κατιλίνας), αργότερα όμως χρησιμοποιήθηκε για την ανέγερση των ανακτόρων. Ανάμεσα στα αρχαία ερείπια, που δεσπόζουν στο λόφο, συγκαταλέγονται δεξαμενές, ο βωμός του άγνωστου θεού, ναοί του Δία (295 π.Χ.) και της Νίκης κλπ. Εκεί βρίσκονται ακόμα οι ναοί του Π. Απόλλωνα, της Εστίας, του Ηλιογάβαλου και διάφορα άλλα ιερά. Ονομαστό για τις τοιχογραφίες του είναι το μέγαρο της Λιβίας και του Αυγούστου και σε μικρή απόσταση από αυτό προκαλούν τον θαυμασμό τα ερείπια των ανακτόρων του Τιβερίου και των Φλάβιων, του οίκου των αυτοκρατόρων και του ιπποδρόμου του Δομιτιανού. Μετά την κατάρρευση της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας και τις βαρβαρικές επιδρομές που συνέχισαν και στα μεσαιωνικά χρόνια, τα οικοδομήματα του Π. καλύφθηκαν από τείχη και την έπαυλη Φαρνέζε. Οι πρώτες ανασκαφές πραγματοποιήθηκαν από τον πάπα Παύλο Γ» (1534-50) και στη συνέχεια, αφού ο Ναπολέων Γ» αγόρασε τους κήπους των Φαρνέζε (1861), διενεργήθηκαν συστηματικότερες από το 1870.II
Εντυπωσιακά αρχαία ρωμαϊκά ερείπια στο λόφο του Παλατίνου.
(Palatinus). Λέγεται και παλατινός. Ο κάτοικος του Παλατίνου λόφου. Αργότερα είχε τη σημασία του αυλικού, του ανακτορικού. Στους τελευταίους ρωμαϊκούς χρόνους π. λέγονταν οι δημόσιοι υπάλληλοι που ασκούσαν κάποια υπηρεσία στα ανάκτορα ή στην αυλή. Επί Μεγάλου Κωνσταντίνου π. αποκαλούνταν οι άντρες της ανακτορικής φρουράς. Ο τίτλος του π. καθιερώθηκε στο βασίλειο των Φράγκων από τη Μεροβιγγιανή δυναστεία. Στα χρόνια του Κάρολου του Μεγάλου ο τίτλος περιορίστηκε στον στενό κύκλο της βασιλικής συνοδείας, αργότερα όμως η απονομή του διευρύνθηκε. Τελευταίοι π. στην Ευρώπη υπήρξαν ο αρχιδούκας Ιωσήφ και ο γιος του αρχιδούκα Στέφανος. Σήμερα ο τίτλος έχει εκλείψει.* * *-η, -ο και παλατινός, -ή, -ό (ΑΜ παλατινός, -η, -ον)1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο Παλάτιο, έναν από τους επτά λόφους τής αρχαίας Ρώμης ο οποίος αποτελούσε το αρχαιότερο τμήμα της και στον οποίο βρίσκονταν τα ανάκτορα τού αυτοκράτορα Οκταβιανού Αυγούστου («Παλατίνη Βιβλιοθήκη» — βιβλιοθήκη που ιδρύθηκε από τον αυτοκράτορα Αύγουστο στον φερώνυμο λόφο)2. (το αρσ. ως κύριο όν.) Παλατίνοςο λόφος τού Παλατίου στη Ρώμηνεοελλ.αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο Παλατινάτο τής Γερμανίας («Παλατίνη Ανθολογία» — κώδικας τής Ελληνικής Ανθολογίας τού Κωνσταντίνου Κεφαλά, ο οποίος ανακαλύφθηκε στη Χαϊδελβέργη)νεοελλ.-μσν.το αρσ. ως ουσ. τίτλος αξιωματούχων διαφόρων χωρώνμσν.1. αυτός που ανήκει στην υπηρεσία τού παλατιού, τών ανακτόρων, παλατιανός2. αυτός που προέρχεται από τα ανάκτορα ή αυτός που προορίζεται για τα ανάκτοραμσν.-αρχ.το αρσ. ως ουσ. α) αρχιθαλαμηπόλος τού βασιλικού ανακτόρουβ) μέλος τής φρουράς τού βασιλικού ανακτόρου. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. Palatinus (< Palatium)].
Dictionary of Greek. 2013.